Η μιτροειδής βαλβίδα επιτρέπει την διέλευση του αίματος από τον αριστερό κόλπο στην αριστερἠ κοιλία, όμως κλείνοντας η βαλβίδα, εμποδίζει το αίμα να επιστρέψει στον κόλπο.

Δύο είναι οι σπουδαιότερες παθολογίες που μπορούν να προσβάλλουν τη μιτροειδή βαλβίδα:

Στένωση της μιτροειδούς βαλβίδας

Δημιουργείται με την προοδευτική στένωση του στομίου της βαλβίδας, προκαλώντας εμπόδιο στη διέλευση του αίματος. Η στένωση προσβάλλει το 1% του πληθυσμού και η αιτία της μπορεί να είναι ρευματικής αιτιολογία, επειδή η μικροβιακή φλεγμονή δεν αντιμετωπίστηκε σωστά. Η εξάπλωση της αντιβιωτικής θεραπείας στις βιομηχανικές χώρες, μείωσε τη συχνότητα της εμφάνισης της νόσου, η οποία βέβαια παραμένει μία κοινή ασθένεια σε αναπτυσσόμενα κράτη. Μια μιτροειδής βαλβίδα με βαριά στένωση και σοβαρές ασβεστώσεις, γεγονός το οποίο συναντάμε συχνά σε υπερήλικες ασθενείς, πρέπει να αντιμετωπιστεί χειρουργικά. Σε ορισμένα επιλεγμένα περιστατικά μπορεί να διορθωθεί ή να επισκευαστεί με τη διάνοιξη των εντομών της βαλβίδας. Η συνηθέστερη χειρουργική επιλογή είναι, όμως η αντικατάσταση της βαλβίδας με τοποθέτηση μιας μηχανικής ή βιοπροσθετικής βαλβίδας.

 

Ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας

Οφείλεται στην ανικανότητα της βαλβίδας να εμποδίσει την παλινδρόμηση του αίματος από την αριστερή κοιλία στον αριστερό κόλπο (ακυρώνεται η φυσιολογική, μονής κατεύθυνσης, ροή του αίματος). Μπορεί να οφείλεται σε ισχαιμία, σε μόλυνση (ενδοκαρδίτιδα) ή ακόμα και σε ρευματική νόσο. Επίσης, μπορεί να οφείλεται σε διάταση της αριστερή κοιλίας. Η διάταση της αριστερής κοιλίας μπορεί να οφείλεται σε γενετική προδιάθεση, σε υπερτάση, άλλη παθολογία των βαλβίδων ή των στεφανιαίων ή σε κατάχρηση αλκοόλ. Λέμε για πρόπτωση της μιτροειδούς βαλβίδας όταν συναντάται μια περίσσεια (πλεόνασμα) βαλβιδικού ιστού. Είναι μια σχετικά συνήθης κατάσταση, η οποία προσβάλλει περίπου το 5% του πληθυσμού. Η επιδιόρθωση της ανεπαρκούσης μιτροειδούς βαλβίδας μπορεί να επιτευχθεί είτε αφαιρώντας τα τμήματα των βαλβιδικών γλωχίνων που λειτουργούν κακώς, είτε τοποθετώντας τεχνητές τενόντιες χορδές (οι οποίες αντικαθιστούν τις φυσιολογικές που έχουν επιμικυνθεί ή κοπεί), είτε τοποθετώντας μία πρόθεση δακτυλίου (για να σφίξει και να διαμορφώσει το δακτύλιο της μιτροειδούς βαλβίδας όταν αυτός είναι διατεταμένος). Η πιο χρήσιμη εξέταση για τη διάγνωση είναι το διαθωρακικό υπερηχοκαρδιογράφημα. Υπάρχει, όμως, άλλη μία εξέταση μεγαλύτερης ακρίβειας, το διοισοφάγειο υπερηχοκαρδιογράφημα, που γίνεται προωθώντας έναν μικρό σωλήνα, ο οποίος στο άκρο του έχει τοποθετημένο υπέρηχο, στον οισοφάγο. Αυτό επιτρέπει στον ιατρό να μελετήσει τη βαλβίδα από πιο κοντά προκειμένου να μπορέσει να δει λεπτομερώς τη λειτουργία και τη μορφολογία της βαλβίδας.