Η αορτική βαλβίδα ρυθμίζει τη ροή του αίματος από την καρδιά προς το κυκλοφορικό σύστημα. Βρίσκεται στο στόμιο της αορτής που συνδέεται με την αριστερή κοιλία, η βαλβίδα έχει μία δομή φωλιάς χελιδονιού. Αποτελείται από τρεις γλωχίνες οι οποίες έχουν μία ινώδη πάχυνση, το λεγόμενο οζίδιο του Aranzio , το οποίο, ενώ η βαλβίδα είναι κλειστή, καθιστά πλήρες το κλείσιμο αυτής. Η βαλβίδα ανοίγει κατά τη διάρκεια της κοιλιακής συστολής (συστολή) και επιτρέπει την διέλευση του οξυγονωμένου αίματος στην αορτή και στη συνέχεια κλείνει για να εμποδίσει το αίμα να επιστρέψει στην φάση της διαστολής της αριστερής κοιλίας (διαστολή).

Στένωση της αορτικής βαλβίδας

aortiki2

Χαρακτηρίζεται από μία προοδευτική στένωση του στομίου της βαλβίδας με αποτέλεσμα τη μείωση της ροής του αίματος, προερχόμενο από την αριστερή κοιλία στην αορτή. Για το λόγο αυτό, η αριστερή κοιλία πρέπει να δημιουργήσει μία υψηλότερη πίεση για να ωθήσει το αίμα σε όλο το σώμα. Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν προοδευτικά μία υπερτροφία (συγκεντρική υπερτροφία) στο τοίχωμα της κοιλίας. Παρά τη δημιουργία αυτών των προσαρμοστικών διεργασιών (αύξηση της πίεσης και υπερτροφία κοιλίας) η λειτουργία της αριστερής κοιλίας τείνει να επιδεινώνεται προοδευτικά και για το λόγο αυτό η κοιλία αδυνατεί να αδειάσει πλήρως στο τέλος της συστολής και αυτή η στασιμότητα του αίματος μεταφέρεται στα πνευμονικά αγγεία. Όλα αυτά είναι η βάση της κλασσικής συμπτωματολογίας η οποία συναντάται στους ασθενείς με στένωση αορτικής βαλβίδας: δύσπνοια, συγκοπτικά επεισόδια, στηθάγχη.

Ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας

aortiki3

Στην περίπτωση ανεπάρκειας της αορτικής βαλβίδας έχουμε ελλειπή σύγκλιση των γλωχίνων της βαλβίδας. Για το λόγο αυτό, η βαλβίδα δεν κλείνει σωστά στο τέλος της συστολής και ένα μέρος του αίματος επιστρέφει στην αριστερή κοιλία υπερφορτώνοντας την και προκαλώντας μία προοδευτική διάταση των τοιχωμάτων της κοιλίας (έκκεντρη υπερτροφία).

Η ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας αναπτύσσεται συνήθως σταδιακά και είναι πιθανό να μη δώσει συμπτώματα για δεκαετίες, αλλά μπορεί να εμφανιστεί οξέως ως αποτέλεσμα ενδοκαρδίτιδας ή διαχωρισμού ανιούσης αορτής. Στην πλειονότητα των περιστατικών τα κύρια συμπτώματα είναι: δύσπνοια, νυχτερινή παροξυσμική δύσπνοια, πνευμονικό οίδημα. Το υπέρηχο καρδίας είναι η διαγνωστική εξέταση πρώτης επιλογής, διότι είναι μία μη επεμβατική και ανώδυνη εξέταση. Με βάση τα αποτελέσματα των υπερήχων, ο καρδιοχειρουργός μπορεί να ορίσει ποια είναι η κατάλληλη στιγμή να επέμβει χειρουργικά και μπορεί να έχει πληροφορίες γύρω από τη μορφολογία της βαλβίδας αλλά και τη φύση της παθολογίας της. Στους ασθενείς οι οποίοι πάσχουν από την αορτική τους βαλβίδα, η πρωταρχική επιλογή της θεραπείας είναι η χειρουργική επέμβαση με αντικατάσταση της βαλβίδας με τεχνητή μηχανική ή βιολογική. Σε σπάνιες περιπτώσεις, πλαστική της βαλβίδας για τη διατήρησή της.