Μιλάμε για ανεύρυσμα όταν η αορτή υφίσταται μια διάταση πάνω από 50% της διαμέτρου της και είναι μία παθολογία πολύ διαδεδομένη, αλλά και, σε πολλές περιπτώσεις, θα μπορούσε να αποφευχθεί με περιοδική παρακολούθηση.
Εκτιμάται ότι προσβάλλεται από ανεύρυσμα της αορτής το 4%-8% του πληθυσμού άνω των 60 ετών. Μία ασθένεια, όπως καταλαβαίνουμε, πάρα πολύ διαδεδομένη.
Τί είναι η αορτή;
Η αορτή είναι ένα πολύ σπουδαίο αγγείο του ανθρώπινου σώματος. Παραλαμβάνει το αίμα, πλούσιο με οξυγόνο, από την καρδιά και το διανέμει σε όργανα και ιστούς μέσω των αρτηριών. Σε φυσιολογικές καταστάσεις έχει μία διάμετρο περίπου 2,5 – 3,5 εκατοστά, αλλά με την πάροδο του χρόνου τα τοιχώματα της αορτής γίνονται λιγότερο ελαστικά, διατείνονται και παραμορφώνονται.
Μιλάμε για ανεύρυσμα όταν η διάταση φτάσει και υπερβεί το 50% της φυσιολογικής διαμέτρου και, σε σχέση με τη θέση του, μπορεί να είναι κοιλιακό ή θωρακικό κλπ.
Τί είναι το ανεύρυσμα;
Όπως αναφέρεται, είναι μία προοδευτική και μη αναστρέψιμη διάταση η οποία επιδρά στη δομή και στη μορφολογία των αρτηριών μειώνοντας την ικανότητα αντοχής των τοιχωμάτων της αορτής μέχρι, σε ορισμένα περιστατικά, να δημιουργήσει ρήξη αυτής. Οι αιτίες μπορεί να είναι συγγενείς ή, πολύ πιο συχνά, συνδεδεμένες με την αρτηριοσκλήρυνση, η οποία προσβάλει την ελαστικότητα του τοιχώματος της αρτηρίας, παραμορφώνοντάς την από την πίεση του αίματος. Μπορεί να προσβάλει το κοιλιακό τμήμα ή το θωρακικό, αλλά η δυναμική είναι ίδια. Ένα μέρος του τμήματος της αορτής διατείνεται, το τοίχωμα αδυνατίζει και η πίεση του αίματος μπορεί να δημιουργήσει τη ρήξη.
Συμπτωματολογία
Το ανεύρυσμα, συχνά, είναι ύπουλο διότι είναι ασυμπτωματικό μέχρι τη στιγμή της ρήξης. Στην τελευταία περίπτωση μπορούν να εμφανιστούν ορισμένα συμπτώματα: δύσπνοια, δυσκολία στην κατάποση, αλλαγές της φωνής, πόνο στο στήθος και στη μέση, απότομη μείωση της πίεσης λόγω αιμορραγίας. Όταν, όμως, η διάταση δεν είναι σε σημείο ρήξεως, είναι δυνατόν να διαγνωστεί κατά τη διάρκεια μίας τυχαίας ιατρικής εξέτασης. Ένας έμπειρος ειδικευμένος ιατρός αρκεί να ψηλαφήσει την περιοχή για να έχει την αίσθηση της διάτασης στο συγκεκριμένο σημείο της αορτής, και με το υπέρηχο μπορεί να επιβεβαιώσει την ακριβή παρουσία και κατάσταση του ανευρύσματος. Όσον αφορά στο θωρακικό τμήμα, η εξέταση και η διάγνωση γίνεται με ένα απλό υπερηχοκαρδιογράφημα (triplex).
Όποιος έχει προδιάθεση θα πρέπει να υπόκειται σε απλές εξετάσεις κάθε χρόνο ώστε να ελέγχεται για να αποφύγει δυσμενείς καταστάσεις.
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο;
Η ηλικία είναι σίγουρα ο πρώτος παράγοντας κινδύνου. Μετά τα 60 έτη, είναι συχνότερη η εμφάνιση αθηρωματικών πλακών, το σπουδαιότερο αίτιο της ασθένειας. Αλλά όχι μόνον: αρτηριακή υπέρταση, υπερχοληστερηνεμία και κάπνισμα θεωρούνται επίσης μεγάλοι εχθροί των αρτηριών. Οι άρρενες, είναι πιο επιρρεπείς στην διάταση της αορτής. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι στους άρρενες η ασθένεια έχει διπλάσια συχνότητα από ότι στις γυναίκες. Μια άλλη σημαντική προδιάθεση είναι ο γενετικός παράγοντας (κληρονομικότητα). Όποιος είχε στην οικογένεια περιστατικά με ανεύρυσμα αορτής θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός στον ετήσιο έλεγχο. Μία εξέταση η οποία διαρκεί ένα λεπτό, θα μπορούσε να σώσει μια ζωή.
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΝΕΥΡΥΣΜΑΤΩΝ
Τα ανευρύσματα της αορτής ταξινομούνται σε:
α) κοιλιακά τα οποία είναι πλειοψηφία των ανευρυσμάτων με τον μεγαλύτερο βαθμό επικινδυνότητας
β) θωρακικά
Το πραγματικό ανεύρυσμα περιλαμβάνει διάταση και των τριών στοιβάδων της αορτής.
Τα ανευρύσματα θωρακικής αορτής μπορούν να παρουσιαστούν σε διάφορα μέρη:
α) στη ρίζα της αορτής, το ανεύρυσμα της οποίας μπορεί να προκαλέσει ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας λόγω διάτασης του δακτυλίου.
β) ανιούσας
γ) τόξου
δ) κατιούσας θωρακικής αορτής
Επιδημιολογικά, το ποσοστό των ανευρυσμάτων είναι 3%-4% ατόμων άνω των 65 ετών. Το διαχωριστικό ανεύρυσμα, δε, είναι 3-4 ασθενείς ανά 100.000 ανά έτος. Η συχνότερη ηλικία είναι 50-70 ετών. Η παθογένεια, δε, είναι πολύπλοκη και πιθανώς περιλαμβάνει μία φλεγμονώδη αντίδραση η οποία προκαλεί νέκρωση των κυττάρων του έσω χιτώνα της αορτής. Ο κίνδυνος ρήξης του ανευρύσματος δημιουργείται από την έλλειψη της ελαστικότητας της αορτής, συνήθως όταν το μέγεθος αυτής είναι μεγαλύτερο των 5,5, εκατοστών στην ανιούσα και μεγαλύτερο των 7εκατοστών στην κατιούσα. Εάν, λοιπόν, αυξηθεί απότομα η αρτηριακή πίεση σε μη ελαστικό αγγείο μπορεί να προκληθεί ρήξη ή διαχωρισμός.